- διαμελεϊστί
- διαμελεϊστί: see μελεϊστί.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
διαμελειστί — διαμελεϊστί , διαμελειστί indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)